- ήμορος
- ἤμορος, -ον, θηλ. και ήμορίς (Α)αμέτοχος, άμοιρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητικό, με ιων. μα-, κρότητα + μόρος «τμήμα-μοίρα» (πρβλ. ομηρ. άμμορος). Στον Ησύχ. μαρτυρείται η γλώσσα ήμοροςάμοιρος, το θηλ. ημορίςκενή, εστερημένη καθώς και ο ρηματ. τ. ημόριζενάμοιρον εποίησεν].
Dictionary of Greek. 2013.